- χαλκίδιον
- χαλκ-ίδιον, τό, Dim. ofA
χαλκίον 1
, Hermipp.65.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χαλκίον 1
, Hermipp.65.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χαλκίδιον — τὸ, Α υποκορ. τ. τού χαλκίον.[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκίον + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. χυτρ ίδιον)] … Dictionary of Greek
χαλκίδια — χαλκίδιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκιδίτις — ίτιδος, ἡ, Α πόρνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκίδιον (< χαλκίον «είδος χάλκινου νομίσματος») + κατάλ. ῖτις (πρβλ. πολ ῖτις)] … Dictionary of Greek